αναψοκοκκινίζω

αναψοκοκκινίζω
κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναψοκοκκινίζω — αναψοκοκκινίζω, αναψοκοκκίνισα, αναψοκοκκινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναψοκοκκινίζω — ισα, ισμένος, κοκκινίζω από έξαψη: Αναψοκοκκίνισε, όταν του είπα ότι θα ζητήσω αποζημίωση για τη ζημιά που μου έκανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”